λουδβιγίτης

λουδβιγίτης
ο
(ορυκτ.) άνυδρο βορικό ορυκτό τού σιδήρου και τού μαγνησίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. ludwigit < όν. Ernst Ludwig, Αυστριακού χημικού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”